υδατοστρόβιλος

υδατοστρόβιλος
ο, Ν
1. στρόβιλος, δίνη νερού
2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται με τη δύναμη νερού, υδροστρόβιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ύδατος + στρόβιλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδατοστρόβιλος — ο 1. περιστροφική κίνηση νερού, δίνη, ρουφήχτρα, ρούφουλας. 2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται με νερό, υδατοστρόβιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”